επιτηδευματίας

επιτηδευματίας
ο
αυτός που ασκεί επιτήδευμα (βλ. λ.), ο επαγγελματίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτηδευματίας — ο [επιτήδευμα] αυτός που ασκεί ένα επιτήδευμα, ένα επάγγελμα, ο επαγγελματίας …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματίας — ο αυτός που ασκεί κάποιο επάγγελμα για βιοπορισμό, ο επιτηδευματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”